- μηχανοκατασκευή
- η(βιομ.) βιομηχανικός κλάδος κατασκευής αγαθών μηχανικού εξοπλισμού, τών οποίων η αρχή λειτουργίας είναι, κατά κύριο λόγο, μηχανολογική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρογραφία — Η διακόσμηση ξύλων, δερμάτων, οστών και χνουδωτών υφασμάτων με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα. Η ακίδα είναι συνήθως από λευκόχρυσο και θερμαίνεται, είτε με ηλεκτρισμό είτε με ατμούς βενζίνης και αέρα, που διοχετεύονται σε αυτήν από ειδική… … Dictionary of Greek